ανάβαθος

ανάβαθος
-η, -ο
1. ρηχός: Το ποτάμι στο μέρος εκείνο είναι ανάβαθο.
2. επιπόλαιος, άκριτος: Τον ήξερε για μυαλό ανάβαθο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάβαθος — η, ο [βάθος] ο μη βαθύς, αβαθής, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + βάθος. ΠΑΡ. αναβαθαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αναβαθαίνω — [ανάβαθος] 1. γίνομαι ανάβαθος, ρηχός 2. κάνω κάτι ρηχό, ξεβαθαίνω …   Dictionary of Greek

  • αλιτενής — ἁλιτενής, ές (Α) 1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα 2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός 3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα) 4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τενής <… …   Dictionary of Greek

  • ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ …   Dictionary of Greek

  • ρηχός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει βάθος, ανάβαθος: Εδώ τα νερά είναιπολύ ρηχά. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει βάθος στη σκέψη, επιπόλαιος: Τα νοήματα στο ποίημά σου είναι πολύ ρηχά. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρηχά άβαθο μέρος στη θάλασσα. 4. φρ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”